- πιστοτάτη
- πιστός 1liquidfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)πιστός 2to be trustedfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστοτάτῃ — πιστός 1 liquid fem dat superl sg (attic epic ionic) πιστός 2 to be trusted fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιστοτάτηι — πιστοτάτῃ , πιστός 1 liquid fem dat superl sg (attic epic ionic) πιστοτάτῃ , πιστός 2 to be trusted fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вѣрьныи — (702) пр. 1. Достойный веры, доверия: гла(в) ·д҃· о послусѣхъ вѣрныхъ і невѣрны(х). и о недолжьныхъ воспри˫ати. і о пребывающи(х) послусѣ(х) дале(ч). МПр XIV, 186; Иже на своего дрѹга клевечеть да не бѹдеть вѣренъ аще и право молвить. (μὴ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
Μεταστάσιο ή Μεταστάζιο — (Pietro Metastasio, Ρώμη 1698 – Βιέννη 1782). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού ποιητή Πιέτρο Ντομίνικο Αρμάντο Τραπάσι (Pietro Dominico Armando Trapasi). Κηδεμόνας του ήταν ο Γκραβίνα, ο οποίος του κληροδότησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του… … Dictionary of Greek
Ράινχαρτ, Μαξ — (Reinhardt, Μπάντεν, Βιέννη 1873 – Νέα Υόρκη 1943). Αυστριακός ηθοποιός, διευθυντής θεάτρου και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αφού έγινε γνωστός ως ηθοποιός, έδωσε το 1903 την πρώτη του αληθινή σκηνοθετική εργασία ανεβάζοντας το… … Dictionary of Greek